- κατερχόμενος
- κατέρχομαιgo downpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτηλυς — κάτηλυς, ήλυδος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που κατέρχεται, κατερχόμενος 2. κατηφορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι») το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ ηλυς, σύν… … Dictionary of Greek
καταβάτης — καταβάτης, ὁ (Α) [καταβαίνω] 1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.) 2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
Ουρουγουάης — (Uruguay). Ποταμός (1.650 χλμ.) της Νότιας Αμερικής, παραπόταμος του Ρίο ντε λα Πλάτα. Σχηματίζεται από τη συμβολή διάφορων ποτάμιων βραχιόνων που προέρχονται από τη Σέρα Ζεράλ στη νότιο Βραζιλία (ομόσπονδη πολιτεία Σάντα Καταρίνα), και… … Dictionary of Greek